Στίς 9 Ὀκτωβρίου 1912 πραγματοποιήθηκε μία ἀπό τίς σημαντικότερες μάχες τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων. Ἡ Μάχη τοῦ Σαρανταπόρου.
Τήν 7η Ὀκτωβρίου, ἡ Στρατιά ἄρχισε νά προελαύνει πρός τά βόρεια γιά νά συναντήσει τίς κύριες Τουρκικές δυνάμεις, ὑπό τόν Στρατηγό Χασάν Ταχσίν Πασᾶ, ἐγκαταστημένες...
στήν ὀχυρή τοποθεσία Σαρανταπόρου καί Λαζαράδων – Βογκόπετρας.
Τό σχέδιο τῆς Τουρκικῆς Διοικήσεως προέβλεπε σταθερή ἄμυνα μέ τό σύνολο σχεδόν τῶν δυνάμεών της, μέ σκοπό τήν ἀπόφραξη τῶν κατευθύνσεων Ἐλασσῶνος – Σερβίων καί Δεσκάτης – Λαζαράδες – Σέρβια καί τήν ἀπαγόρευση τῆς προελάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ πρός τά βόρεια.
Τό Στρατηγεῖο τοῦ 8ου Σώματος τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ βρισκόταν στά Χάνια τῆς Βίγλας, ἐνῶ τό Στρατηγεῖο μιᾶς τουρκικῆς ἐφεδρικῆς Μεραρχίας, 10 τάγματα πεζικοῦ, στό Γλύκοβο – Σαραντάπορο. Γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν Στενῶν, οἱ Τοῦρκοι εἶχαν διαθέσει 14 Τάγματα πεζικοῦ, 12 Πυροβόλα, 3 Λόχους πολυβόλων καί 2 Ἴλες Ἱππικοῦ. Ἕνα ἀκόμη Τάγμα τουρκικοῦ πεζικοῦ βρισκόταν στό Λιβάδι.
Τό σχέδιο τοῦ Ἑλληνικοῦ Γενικοῦ Στρατηγείου, ὑπό τίς διαταγές τοῦ ἐγκατεστημένου στό Χάνι Χατζηγώγου Διαδόχου τοῦ Ἑλληνικοῦ Θρόνου καί Ἀρχιστρατήγου Πρίγκηπος Κωνσταντίνου καί Ἐπιτελάρχες τόν Ὑποστράτηγο Παναγιώτη Δαγκλή καί Ὑπαρχηγό τοῦ Ἐπιτελείου τόν Ἀντισυνταγματάρχη Βίκτωρα Δούσμανη, προέβλεπε επίθεση κατά μέτωπο ἐναντίον τῶν ἀμυνομένων τουρκικῶν δυνάμεων στά Στενά τοῦ Σαρανταπόρου, μέ σκοπό τήν κατάληψη τῆς γέφυρας τοῦ Ἀλιάκμονος καί τήν ἀποκοπή τῆς συμπτύξεως τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ ἐπίθεση θά συνδυαζόταν καί μέ κυκλωτικό ἐλιγμό, ἀπό τήν περιοχή τοῦ χωριοῦ Κρανιά, διά μέσου τοῦ περάσματος Ζάβορδας πρός τήν Κοζάνη.
Τό Σαραντάπορο ἀπ’ ὅπου περνοῦσε ὁ δημόσιος δρόμος Ἐλασσῶνος – Σερβίων, εἶχαν ὀργανώσει ἀμυντικά Γερμανοί ἀξιωματικοί καί θεωρούνταν ἀπόρθητο.
Ἡ τούρκικη στρατιά ἀποτελοῦνταν ἀπό τό 8ο Σῶμα Στρατοῦ, πού περιλάμβανε τήν 22α Μεραρχία Κοζάνης, τήν ἔφεδρη Μεραρχία Ἀνασελίτσας Νεαπόλεως, καί τήν ἔφεδρη Μεραρχία Δράμας. Συνολικά διέθετε 21 Τάγματα πεζικοῦ, 2 Ἴλες Ἱππικοῦ, 22 Πυροβόλα καί 3 Λόχους πολυβόλων.
Ἡ ἀμυντική γραμμή στήν ὁποία οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἀποφασίσει νά ἀμυνθοῦν, ξεκινοῦσε ἀπό τό χωριό Λιβάδι καί ἔφτανε δυτικά ὡς τούς Λαζαράδες. Ἡ κυρία τοποθεσία ἀμύνης τους ἦταν ἡ ἔξοδος τῶν Στενῶν τοῦ Σαρανταπόρου. Στήν γραμμή Βίγλας – Γλύκοβου εἶχαν ἐγκαταστήσει 14 τάγματα πεζικοῦ, 12 πυροβόλα, 2 λόχους πολυβόλων καί 2 ἴλες ἱππικοῦ. Στό χωριό Λιβάδι εἶχαν τοποθετήσει ἕνα τάγμα πεζικοῦ καί ἄλλα 4 τάγματα πεζικοῦ μέ ἕνα λόχο πολυβόλων γιά τήν φύλαξη τῆς ἡμιονικῆς διαβάσεως πού ὁδηγεῖ στόν Ἀλιάκμονα καί τοῦ ἀμαξιτοῦ δρόμου Δεσκάτης – Παλιουριᾶς – Λαζαράδων – Σερβίων. Ὁ Γερμανός Στρατηγός Φον Ντερ Γκόλτς (Von der Goltz) εἶχε δηλώσει κατηγορηματικά πώς «τά στενά τοῦ Σαρανταπόρου θά ἦταν ὁ τάφος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ», ἄν ἐπιχειροῦσε νά τά παραβιάσει.
Τήν μετωπική ἐπίθεση διατάχτηκαν νά κάνουν ἡ 1η, 2η καί 3η Μεραρχίες. Εἰδικότερα, ἡ 1η Μεραρχία διατάχτηκε νά καταδιώξει τόν ἐχθρό στήν κατεύθυνση Νεοχωρίου – Λαβανίτσας (Λάβας) – Σερβίων, ἡ 2η κατά μῆκος τῶν στενῶν, ἐνῶ ἡ 3η θά βάδιζε πίσω ἀπό τήν 2η στόν ἀμαξιτό δρόμο τοῦ Σαρανταπόρου. Ἡ 4η Μεραρχία εἶχε διαταχτεῖ νά προχωρήσει πρός τό Λιβαδερό καί Μεταξᾶ καί ἀπό ἐκεῖ νά κατεβεῖ στά στενά τῆς Πόρτας καί τήν κοιλάδα τοῦ Ἀλιάκμονος.
Δυτικά τῆς 4ης Μεραρχίας, διατάχτηκε ἡ 5η νά ἐπιχειρήσει εὑρύτερη κυκλωτική κίνηση. Νά περάσει δηλαδή τά Καμβούνια καί τόν Αλιάκμονα καί διά τῆς κοιλάδος τοῦ ποταμοῦ νά προχωρήσει καί νά καταλάβει τήν γέφυρα τῶν Σερβίων, κυκλώνοντας ἔτσι τόν ἐχθρό καί ἀποκόπτοντας τόν δρόμο ὑποχωρήσεως τῶν στρατευμάτων του.
Μαζί μέ τήν 5η Μεραρχία, διατάχτηκαν νά συμπράξουν καί ἡ Ταξιαρχία Ἱππικοῦ, πού διοικοῦσε ὁ Ἀλέξανδρος Σούτσος, καί τό ἀνεξάρτητο ἀπόσπασμα τοῦ Συνταγματάρχου Στεφάνου Γεννάδη, πού κινήθηκαν ἀπό τήν πλευρά τῆς Δεσκάτης πρός τήν Ἐλάτη.
Ἡ μάχη ἄρχισε τίς ἀπογευματινές ὥρες τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1912 μέ τήν κατά μέτωπο ἐπίθεση τῶν 3 πρώτων Μεραρχιῶν, πού εἶχαν μεγάλες ἀπώλειες, λόγῳ τῆς δυσκολίας πού εἶχε τό ἑλληνικό πυροβολικό, τό ὁποῖο τίς 14:00 κατέλαβε κατάλληλες θέσεις ἀπό τίς ὁποίες ἄρχισε νά ὑποστηρίζει τήν προέλαση τοῦ πεζικοῦ, πού συνέχισε νά προχωρεῖ κάτω ἀπό τά ἀδιάκοπα πυρά τοῦ ἐχθροῦ, φτάνοντας μέχρι πού νύχτωσε, σέ ἀπόσταση 500 – 700 μέτρων ἀπό τίς τούρκικες θέσεις.
Στό μεταξύ, ἡ 5η Μεραρχία, εἶχε κινηθεῖ τό πρωί τῆς 8ης Ὀκτωβρίου ἀπό τό Κεφαλόβρυσο, φτάνοντας στό Λουτρό πληροφορήθηκε πώς ἐχθρικά στρατεύματα συνολικῆς δυνάμεως 5.000 περίπου ἀνδρῶν κατεῖχαν τήν γραμμή Πάδες – Βογγόπετρα – Λαζαράδες καί ἔφραζαν τήν διάβαση γιά τόν Ἀλιάκμονα. Γιά τήν ἀπώθηση τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων, διεξήχθηκε ἡ ὀνομαστή μάχη τῶν Λαζαράδων.
Ἡ μάχη τῶν Λαζαράδων ἄρχισε τό μεσημέρι τῆς 9ης Ὀκτωβρίου καί ὑπῆρξε σφοδρή. Ὁ ἐχθρός κατεῖχε καί ἐδῶ ὀχυρές θέσεις καί πρόβαλε σθεναρή ἀντίσταση.
Ὁ στρατός πολεμῶντας μέ ἀσυγκράτητη ὁρμή καί ἀπαράμιλλη γενναιότητα, κατόρθωσε τίς μεταμεσημβρινές ὥρες νά ἀπωθήσει τά ἐχθρικά στρατεύματα, πού κατεῖχαν τήν ἀριστερή πλευρά, στήν θέση «Πάδες» καί νά τήν καταλάβει ἐνώ τά ἄλλα πού κατεῖχαν τήν δεξιά, ὑπεράσπιζαν τίς θέσεις τους μέ πεῖσμα καί ἐπιμένοντας νά τίς διατηρήσουν.
Τήν διεξαγωγή τῆς μάχης ἀντιλήφθηκε ἀπό τίς βροντές τῶν πυροβόλων τό ἀνεξάρτητο ἀπόσπασμα Εὐζώνων τοῦ Συνταγματάρχου Γεννάδη, τό ὁποῖο ὕστερα ἀπό τήν νικηφόρα μάχη στήν Δεσκάτη, εἶχε περάσει τό βουνό τῆς Βουνάσιας καί εἶχε φτάσει στήν Ἐλάτη, ἀπέναντι ἀπό τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικάνορος τῆς Ζάβορδας καί κατευθύνονταν στόν Ἀλιάκμονα γιά νά τόν γεφυρώσει.
Ὁ ἐχθρός, ὕστερα ἀπό τήν δυναμική παρέμβαση τῶν Εὐζώνων, δέν μπόρεσε νά κρατηθεῖ καί τό ἀπόγευμα στίς 18:00, ὑποχώρησε στό δρόμο Δεσκάτης – Σερβίων. Στήν διάρκεια τῆς νύχτας ὑποχώρησε γιά τήν «Μαύρη Ράχη».
Τήν ἴδια νύχτα 9 πρός 10 Ὀκτωβρίου 1912, τό Τουρκικό Στρατηγεῖο, πού εἶχε πληροφορηθεῖ τήν ἐκβαση τῆς μάχης τῶν Λαζαράδων, γιά νά ἀποφύγει τήν κύκλωση, διέταξε τήν ὑποχώρηση ὅλης τῆς Στρατιᾶς ἀπό τό Σαραντάπορο.
Οἱ Τοῦρκοι ὑποχωρώντας πανικόβλητοι γιά τά Σέρβια ἐγκατέλειψαν στό πεδίο τῆς μάχης ὁλόκληρο τό πυροβολικό μέ 22 πυροβόλα καί ἄφθονο ἄλλο πολεμικό ὑλικό.
Οἱ ἀπώλειες τοῦ ἐχθροῦ ἦταν πολύ μεγαλύτερες. Θάφτηκαν σέ ὁμαδικούς τάφους δεξιά καί ἀριστερά τοῦ δημοσίου δρόμου.
Ὁ λογοτέχνης καί δημοσιογράφος Σπύρος Μελᾶς, στό βιβλίο του «Οἱ πόλεμοι τοῦ 1912 – 1913 καί στήν σελ. 99, γράφει τα εξής:
«Ἡ βροχή εἶχε πάψει. Ὁ ἥλιος μεγάλος, φλογοπόρφυρος, βυθοῦσε στόν καταπράσινο κάμπο. Εἶχε ξαστερώσει πιά καί ξεχωρίζαμε καθαρά στόν ὁρίζοντα τούς καπνούς ἀπό τίς φωτιές τῶν ἀντρῶν. Σέ λίγο, πιέζοντας τ’ ἄλογα μας, βρισκόμαστε στόν καταυλισμό τῶν εὐζωνικῶν ταγμάτων, ζωντανές σελίδες τῆς Ἰλιάδας μέ τά σφαχτά στίς σούβλες καί τίς συντροφιές τῶν πολεμιστῶν, πού ἄλλοι μᾶς ἱστορούσαν τίς περιπέτειες τους καί ἄλλοι καθάριζαν τά ντουφέκια τους.
»Ὡστόσο ξαφνιάστηκα σάν εἶδα τούς εὐζώνους νά φοροῦν ἄσπρα μαντήλια πάνω ἀπό τά φέσια τους. Μᾶς διηγήθηκαν μέ πίκρα καί ἀπογοήτευση, ὅτι στήν μάχη τῆς περασμένης μέρας, μπροστά στούς Λαζαράδες πού ἡ πέμπτη Μεραρχία εἶχε ἀποδεκατίσει τήν Τουρκική δύναμη πού ὑπεράσπιζε τό χωριό, τό πυροβολικό μας τούς εἶχε περάσει γιά Τούρκους καθώς εἴχανε προχωρήσει πολύ, τούς εἶχε στείλει βροχή ὀβίδες καί εἶχε σκοτώσει – λέγανε – τριανταπέντε. Μάταια προσπάθησα νά τούς πείσω, ὅτι τέτοιες παρεξηγήσεις – ὅπως εἶχα διαβάσει – ἤτανε μοιραίες καί σχεδόν ἀναπόφευκτες σέ κάθε πόλεμο, ἀπό τόν καιρό μάλιστα πού εἶχε γίνει παραδεκτό σ’ ὅλους τούς στρατούς τό χακί…».
Οἱ ἀπώλειες τοῦ στρατοῦ μας στήν μάχη τῶν Λαζαράδων ἔφτασαν τούς 150 νεκρούς καί τραυματίες. Ἀνάμεσα στά πρώτα θύματα ἦταν καί ὁ Συνταγματάρχης Κυριακούλης Λ. Μαυρομιχάλης, Διοικητής τοῦ 22ου Συντάγματος καί οἱ Ἀνθυπολοχαγοί Κανελλόπουλος καί Σαμπλής. Ὁ Μαυρομιχάλης εἶχε τραυματιστεῖ θανάσιμα στήν κοιλιακή χώρα ἀπό δύο ἐχθρικές σφαίρες, τήν ὥρα πού κατόπτευε τό ἔδαφος γιά νά τοποθετήσει τό Σύνταγμά του. Πέθανε ὕστερα ἀπό δύο μέρες στό Λουτρό. Ἡ σορός του μεταφέρθηκε στήν Λάρισα, ὅπου καί κηδεύτηκε. Ὅλοι οἱ ἄλλοι θάφτηκαν στό πεδίο τῆς μάχης.
Ὕστερα ἀπό τήν ἄτακτη ὑποχώρηση τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων, ὁ στρατός ἐλευθέρωσε τά χωριά Ἐλάτη, Λαζαράδες, Τρανόβαλτο καί Μικρόβαλτο καί ἔφτασε στόν Ἀλιάκμονα. Ἐδώ χρειάστηκε νά καθυστερήσει γιά λίγο γιατί ἡ γεφύρωση τοῦ ποταμοῦ παρουσίαζε δυσκολίες. Οἱ πολλές βροχές τῶν τελευταίων ἡμερῶν εἶχαν αὐξήσει τά νερά του. Ὁ γενναῖος Ἀνθυπίλαρχος Κορδής μέ 3 ἄνδρες του προσπαθῶντας νά τόν περάσουν ἔφιπποι, πνίγηκαν στό ὁρμητικό ρεῦμα του. Ἡ γεφύρωση ἔγινε στόν πόρο Λογγά. Ἐκεῖ ὑπῆρχε Μετόχι τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Νικάνορος Ζάβορδας, ὅπου ἔμεναν ὑπάλληλοι μέ τά ζῶα, πού καλλιεργούσαν τά χωράφια τοῦ Μοναστηριοῦ. Τό Μηχανικό τῆς Μεραρχίας ξεσκέπασε τούς στάβλους τοῦ Μετοχίου ἀπ’ ὅπου πῆρε τήν ξυλεία, τήν ὁποία χρησιμοποίησε γιά τήν κατασκευή τῆς γέφυρας. Ἔτσι πέρασε τό ποτάμι ὁ στρατός μας καί συνέχισε τήν πορεία του γιά τήν Κοζάνη.
Οἱ ἀπώλειες τοῦ στρατοῦ μας στίς μάχες τοῦ Σαρανταπόρου καί τῶν Λαζαράδων ἦταν: Νεκροί ἀξιωματικοί 18, νεκροί ὁπλῖτες 156, τραυματίες ἀξιωματικοί 30, τραυματίες ὁπλῖτες 965.
Τό ἀπόγευμα τῆς 10ης Ὀκτωβρίου 1912 μπῆκαν στήν πόλη τῶν Σερβίων, κατεβαίνοντας ἀπό τά κάστρα, οἱ πρώτοι Ἕλληνες στρατιῶτες. Δέκα τέσσερις ἱππείς μέ ἐπικεφαλής τόν Ὑπίλαρχο Πέτρο Μάνο. Μπαίνοντας ἀντίκρυσαν ἕνα φρικιαστικό θέαμα. 117 Ἕλληνες κείτονταν νεκροί στούς δρόμους τῆς ἱστορικῆς πόλεως. Ἦταν κάτοικοι τῶν Σερβίων καί τῶν γύρω χωριῶν. Τούς εἶχαν συλλάβει οἱ Τοῦρκοι μέ τήν κήρυξη τοῦ πολέμου καί τούς κρατούσαν ὡς ὁμήρους στίς φυλακές. Μέ τήν ὑποχώρηση τῶν στρατευμάτων τους από τό Σαραντάπορο, οἱ Τοῦρκοι τῶν Σερβίων ἄνοιξαν τίς φυλακές. Ἐνῶ οἱ Ἕλληνες ὅμηροι ἔφευγαν, οἱ Τοῦρκοι πού παραφύλαγαν σέ γωνιές τῶν δρόμων τούς πυροβολούσαν καί τούς σκότωναν.
Ἡ ἐγκληματική αὐτή ἐνέργεια τῶν Τούρκων προκάλεσε τήν ὁργή τῶν Ἑλλήνων κατοίκων τῶν Σερβίων, οἱ ὁποῖοι ἀντεκδικούμενοι ἔβαλαν φωτιά στήν τουρκική συνοικία τῆς πόλεως καί ἔκαψαν πολλά σπίτια.
Τήν λαμπρή νίκη τοῦ στρατοῦ μας στό Σαραντάπορο τραγούδησε ὁ ποιητής Γεώργιος Σουρῆς μέ τούς παρακάτω στίχους:
Βροντοῦν τά ὄρη, τά βουνά,
κάτω στήν Ἐλασσῶνα,
πέρα στό Σαραντάπορο
πέφτουν πολλά κανόνια.
Τά ρίχνουν Ἑλληνόπουλα,
παιδιά ἀνδρειωμένα,
γιά νά ξυπνήσουν ἥρωες
ἀπ’ τό εἰκοσιένα.
Ξύπνα Δεσπότη Γρεβενῶν,
νά ἰδής τήν λευτεριά σου,
νά ἰδής σημαία ἑλληνική,
πού στέκει στά βουνά σου.
Δεν θά ξυπνήσεις ἄραγε,
Δεσπότη ἀνδρειωμένε,
νά ἰδής στά Σέρβια τήν σφαγή,
παπάδες ἁγιασμένοι,
που κείτονται σάν τά τραγιά,
στό αἷμα βουτηγμένοι.
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ.
Τό σχέδιο τῆς Τουρκικῆς Διοικήσεως προέβλεπε σταθερή ἄμυνα μέ τό σύνολο σχεδόν τῶν δυνάμεών της, μέ σκοπό τήν ἀπόφραξη τῶν κατευθύνσεων Ἐλασσῶνος – Σερβίων καί Δεσκάτης – Λαζαράδες – Σέρβια καί τήν ἀπαγόρευση τῆς προελάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ πρός τά βόρεια.
Τό Στρατηγεῖο τοῦ 8ου Σώματος τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ βρισκόταν στά Χάνια τῆς Βίγλας, ἐνῶ τό Στρατηγεῖο μιᾶς τουρκικῆς ἐφεδρικῆς Μεραρχίας, 10 τάγματα πεζικοῦ, στό Γλύκοβο – Σαραντάπορο. Γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν Στενῶν, οἱ Τοῦρκοι εἶχαν διαθέσει 14 Τάγματα πεζικοῦ, 12 Πυροβόλα, 3 Λόχους πολυβόλων καί 2 Ἴλες Ἱππικοῦ. Ἕνα ἀκόμη Τάγμα τουρκικοῦ πεζικοῦ βρισκόταν στό Λιβάδι.
Τό σχέδιο τοῦ Ἑλληνικοῦ Γενικοῦ Στρατηγείου, ὑπό τίς διαταγές τοῦ ἐγκατεστημένου στό Χάνι Χατζηγώγου Διαδόχου τοῦ Ἑλληνικοῦ Θρόνου καί Ἀρχιστρατήγου Πρίγκηπος Κωνσταντίνου καί Ἐπιτελάρχες τόν Ὑποστράτηγο Παναγιώτη Δαγκλή καί Ὑπαρχηγό τοῦ Ἐπιτελείου τόν Ἀντισυνταγματάρχη Βίκτωρα Δούσμανη, προέβλεπε επίθεση κατά μέτωπο ἐναντίον τῶν ἀμυνομένων τουρκικῶν δυνάμεων στά Στενά τοῦ Σαρανταπόρου, μέ σκοπό τήν κατάληψη τῆς γέφυρας τοῦ Ἀλιάκμονος καί τήν ἀποκοπή τῆς συμπτύξεως τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ ἐπίθεση θά συνδυαζόταν καί μέ κυκλωτικό ἐλιγμό, ἀπό τήν περιοχή τοῦ χωριοῦ Κρανιά, διά μέσου τοῦ περάσματος Ζάβορδας πρός τήν Κοζάνη.
Τό Σαραντάπορο ἀπ’ ὅπου περνοῦσε ὁ δημόσιος δρόμος Ἐλασσῶνος – Σερβίων, εἶχαν ὀργανώσει ἀμυντικά Γερμανοί ἀξιωματικοί καί θεωρούνταν ἀπόρθητο.
Ἡ τούρκικη στρατιά ἀποτελοῦνταν ἀπό τό 8ο Σῶμα Στρατοῦ, πού περιλάμβανε τήν 22α Μεραρχία Κοζάνης, τήν ἔφεδρη Μεραρχία Ἀνασελίτσας Νεαπόλεως, καί τήν ἔφεδρη Μεραρχία Δράμας. Συνολικά διέθετε 21 Τάγματα πεζικοῦ, 2 Ἴλες Ἱππικοῦ, 22 Πυροβόλα καί 3 Λόχους πολυβόλων.
Ἡ ἀμυντική γραμμή στήν ὁποία οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἀποφασίσει νά ἀμυνθοῦν, ξεκινοῦσε ἀπό τό χωριό Λιβάδι καί ἔφτανε δυτικά ὡς τούς Λαζαράδες. Ἡ κυρία τοποθεσία ἀμύνης τους ἦταν ἡ ἔξοδος τῶν Στενῶν τοῦ Σαρανταπόρου. Στήν γραμμή Βίγλας – Γλύκοβου εἶχαν ἐγκαταστήσει 14 τάγματα πεζικοῦ, 12 πυροβόλα, 2 λόχους πολυβόλων καί 2 ἴλες ἱππικοῦ. Στό χωριό Λιβάδι εἶχαν τοποθετήσει ἕνα τάγμα πεζικοῦ καί ἄλλα 4 τάγματα πεζικοῦ μέ ἕνα λόχο πολυβόλων γιά τήν φύλαξη τῆς ἡμιονικῆς διαβάσεως πού ὁδηγεῖ στόν Ἀλιάκμονα καί τοῦ ἀμαξιτοῦ δρόμου Δεσκάτης – Παλιουριᾶς – Λαζαράδων – Σερβίων. Ὁ Γερμανός Στρατηγός Φον Ντερ Γκόλτς (Von der Goltz) εἶχε δηλώσει κατηγορηματικά πώς «τά στενά τοῦ Σαρανταπόρου θά ἦταν ὁ τάφος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ», ἄν ἐπιχειροῦσε νά τά παραβιάσει.
Τήν μετωπική ἐπίθεση διατάχτηκαν νά κάνουν ἡ 1η, 2η καί 3η Μεραρχίες. Εἰδικότερα, ἡ 1η Μεραρχία διατάχτηκε νά καταδιώξει τόν ἐχθρό στήν κατεύθυνση Νεοχωρίου – Λαβανίτσας (Λάβας) – Σερβίων, ἡ 2η κατά μῆκος τῶν στενῶν, ἐνῶ ἡ 3η θά βάδιζε πίσω ἀπό τήν 2η στόν ἀμαξιτό δρόμο τοῦ Σαρανταπόρου. Ἡ 4η Μεραρχία εἶχε διαταχτεῖ νά προχωρήσει πρός τό Λιβαδερό καί Μεταξᾶ καί ἀπό ἐκεῖ νά κατεβεῖ στά στενά τῆς Πόρτας καί τήν κοιλάδα τοῦ Ἀλιάκμονος.
Δυτικά τῆς 4ης Μεραρχίας, διατάχτηκε ἡ 5η νά ἐπιχειρήσει εὑρύτερη κυκλωτική κίνηση. Νά περάσει δηλαδή τά Καμβούνια καί τόν Αλιάκμονα καί διά τῆς κοιλάδος τοῦ ποταμοῦ νά προχωρήσει καί νά καταλάβει τήν γέφυρα τῶν Σερβίων, κυκλώνοντας ἔτσι τόν ἐχθρό καί ἀποκόπτοντας τόν δρόμο ὑποχωρήσεως τῶν στρατευμάτων του.
Μαζί μέ τήν 5η Μεραρχία, διατάχτηκαν νά συμπράξουν καί ἡ Ταξιαρχία Ἱππικοῦ, πού διοικοῦσε ὁ Ἀλέξανδρος Σούτσος, καί τό ἀνεξάρτητο ἀπόσπασμα τοῦ Συνταγματάρχου Στεφάνου Γεννάδη, πού κινήθηκαν ἀπό τήν πλευρά τῆς Δεσκάτης πρός τήν Ἐλάτη.
Ἡ μάχη ἄρχισε τίς ἀπογευματινές ὥρες τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1912 μέ τήν κατά μέτωπο ἐπίθεση τῶν 3 πρώτων Μεραρχιῶν, πού εἶχαν μεγάλες ἀπώλειες, λόγῳ τῆς δυσκολίας πού εἶχε τό ἑλληνικό πυροβολικό, τό ὁποῖο τίς 14:00 κατέλαβε κατάλληλες θέσεις ἀπό τίς ὁποίες ἄρχισε νά ὑποστηρίζει τήν προέλαση τοῦ πεζικοῦ, πού συνέχισε νά προχωρεῖ κάτω ἀπό τά ἀδιάκοπα πυρά τοῦ ἐχθροῦ, φτάνοντας μέχρι πού νύχτωσε, σέ ἀπόσταση 500 – 700 μέτρων ἀπό τίς τούρκικες θέσεις.
Στό μεταξύ, ἡ 5η Μεραρχία, εἶχε κινηθεῖ τό πρωί τῆς 8ης Ὀκτωβρίου ἀπό τό Κεφαλόβρυσο, φτάνοντας στό Λουτρό πληροφορήθηκε πώς ἐχθρικά στρατεύματα συνολικῆς δυνάμεως 5.000 περίπου ἀνδρῶν κατεῖχαν τήν γραμμή Πάδες – Βογγόπετρα – Λαζαράδες καί ἔφραζαν τήν διάβαση γιά τόν Ἀλιάκμονα. Γιά τήν ἀπώθηση τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων, διεξήχθηκε ἡ ὀνομαστή μάχη τῶν Λαζαράδων.
Ἡ μάχη τῶν Λαζαράδων ἄρχισε τό μεσημέρι τῆς 9ης Ὀκτωβρίου καί ὑπῆρξε σφοδρή. Ὁ ἐχθρός κατεῖχε καί ἐδῶ ὀχυρές θέσεις καί πρόβαλε σθεναρή ἀντίσταση.
Ὁ στρατός πολεμῶντας μέ ἀσυγκράτητη ὁρμή καί ἀπαράμιλλη γενναιότητα, κατόρθωσε τίς μεταμεσημβρινές ὥρες νά ἀπωθήσει τά ἐχθρικά στρατεύματα, πού κατεῖχαν τήν ἀριστερή πλευρά, στήν θέση «Πάδες» καί νά τήν καταλάβει ἐνώ τά ἄλλα πού κατεῖχαν τήν δεξιά, ὑπεράσπιζαν τίς θέσεις τους μέ πεῖσμα καί ἐπιμένοντας νά τίς διατηρήσουν.
Τήν διεξαγωγή τῆς μάχης ἀντιλήφθηκε ἀπό τίς βροντές τῶν πυροβόλων τό ἀνεξάρτητο ἀπόσπασμα Εὐζώνων τοῦ Συνταγματάρχου Γεννάδη, τό ὁποῖο ὕστερα ἀπό τήν νικηφόρα μάχη στήν Δεσκάτη, εἶχε περάσει τό βουνό τῆς Βουνάσιας καί εἶχε φτάσει στήν Ἐλάτη, ἀπέναντι ἀπό τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικάνορος τῆς Ζάβορδας καί κατευθύνονταν στόν Ἀλιάκμονα γιά νά τόν γεφυρώσει.
Ὁ ἐχθρός, ὕστερα ἀπό τήν δυναμική παρέμβαση τῶν Εὐζώνων, δέν μπόρεσε νά κρατηθεῖ καί τό ἀπόγευμα στίς 18:00, ὑποχώρησε στό δρόμο Δεσκάτης – Σερβίων. Στήν διάρκεια τῆς νύχτας ὑποχώρησε γιά τήν «Μαύρη Ράχη».
Τήν ἴδια νύχτα 9 πρός 10 Ὀκτωβρίου 1912, τό Τουρκικό Στρατηγεῖο, πού εἶχε πληροφορηθεῖ τήν ἐκβαση τῆς μάχης τῶν Λαζαράδων, γιά νά ἀποφύγει τήν κύκλωση, διέταξε τήν ὑποχώρηση ὅλης τῆς Στρατιᾶς ἀπό τό Σαραντάπορο.
Οἱ Τοῦρκοι ὑποχωρώντας πανικόβλητοι γιά τά Σέρβια ἐγκατέλειψαν στό πεδίο τῆς μάχης ὁλόκληρο τό πυροβολικό μέ 22 πυροβόλα καί ἄφθονο ἄλλο πολεμικό ὑλικό.
Οἱ ἀπώλειες τοῦ ἐχθροῦ ἦταν πολύ μεγαλύτερες. Θάφτηκαν σέ ὁμαδικούς τάφους δεξιά καί ἀριστερά τοῦ δημοσίου δρόμου.
Ὁ λογοτέχνης καί δημοσιογράφος Σπύρος Μελᾶς, στό βιβλίο του «Οἱ πόλεμοι τοῦ 1912 – 1913 καί στήν σελ. 99, γράφει τα εξής:
«Ἡ βροχή εἶχε πάψει. Ὁ ἥλιος μεγάλος, φλογοπόρφυρος, βυθοῦσε στόν καταπράσινο κάμπο. Εἶχε ξαστερώσει πιά καί ξεχωρίζαμε καθαρά στόν ὁρίζοντα τούς καπνούς ἀπό τίς φωτιές τῶν ἀντρῶν. Σέ λίγο, πιέζοντας τ’ ἄλογα μας, βρισκόμαστε στόν καταυλισμό τῶν εὐζωνικῶν ταγμάτων, ζωντανές σελίδες τῆς Ἰλιάδας μέ τά σφαχτά στίς σούβλες καί τίς συντροφιές τῶν πολεμιστῶν, πού ἄλλοι μᾶς ἱστορούσαν τίς περιπέτειες τους καί ἄλλοι καθάριζαν τά ντουφέκια τους.
»Ὡστόσο ξαφνιάστηκα σάν εἶδα τούς εὐζώνους νά φοροῦν ἄσπρα μαντήλια πάνω ἀπό τά φέσια τους. Μᾶς διηγήθηκαν μέ πίκρα καί ἀπογοήτευση, ὅτι στήν μάχη τῆς περασμένης μέρας, μπροστά στούς Λαζαράδες πού ἡ πέμπτη Μεραρχία εἶχε ἀποδεκατίσει τήν Τουρκική δύναμη πού ὑπεράσπιζε τό χωριό, τό πυροβολικό μας τούς εἶχε περάσει γιά Τούρκους καθώς εἴχανε προχωρήσει πολύ, τούς εἶχε στείλει βροχή ὀβίδες καί εἶχε σκοτώσει – λέγανε – τριανταπέντε. Μάταια προσπάθησα νά τούς πείσω, ὅτι τέτοιες παρεξηγήσεις – ὅπως εἶχα διαβάσει – ἤτανε μοιραίες καί σχεδόν ἀναπόφευκτες σέ κάθε πόλεμο, ἀπό τόν καιρό μάλιστα πού εἶχε γίνει παραδεκτό σ’ ὅλους τούς στρατούς τό χακί…».
Οἱ ἀπώλειες τοῦ στρατοῦ μας στήν μάχη τῶν Λαζαράδων ἔφτασαν τούς 150 νεκρούς καί τραυματίες. Ἀνάμεσα στά πρώτα θύματα ἦταν καί ὁ Συνταγματάρχης Κυριακούλης Λ. Μαυρομιχάλης, Διοικητής τοῦ 22ου Συντάγματος καί οἱ Ἀνθυπολοχαγοί Κανελλόπουλος καί Σαμπλής. Ὁ Μαυρομιχάλης εἶχε τραυματιστεῖ θανάσιμα στήν κοιλιακή χώρα ἀπό δύο ἐχθρικές σφαίρες, τήν ὥρα πού κατόπτευε τό ἔδαφος γιά νά τοποθετήσει τό Σύνταγμά του. Πέθανε ὕστερα ἀπό δύο μέρες στό Λουτρό. Ἡ σορός του μεταφέρθηκε στήν Λάρισα, ὅπου καί κηδεύτηκε. Ὅλοι οἱ ἄλλοι θάφτηκαν στό πεδίο τῆς μάχης.
Ὕστερα ἀπό τήν ἄτακτη ὑποχώρηση τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων, ὁ στρατός ἐλευθέρωσε τά χωριά Ἐλάτη, Λαζαράδες, Τρανόβαλτο καί Μικρόβαλτο καί ἔφτασε στόν Ἀλιάκμονα. Ἐδώ χρειάστηκε νά καθυστερήσει γιά λίγο γιατί ἡ γεφύρωση τοῦ ποταμοῦ παρουσίαζε δυσκολίες. Οἱ πολλές βροχές τῶν τελευταίων ἡμερῶν εἶχαν αὐξήσει τά νερά του. Ὁ γενναῖος Ἀνθυπίλαρχος Κορδής μέ 3 ἄνδρες του προσπαθῶντας νά τόν περάσουν ἔφιπποι, πνίγηκαν στό ὁρμητικό ρεῦμα του. Ἡ γεφύρωση ἔγινε στόν πόρο Λογγά. Ἐκεῖ ὑπῆρχε Μετόχι τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Νικάνορος Ζάβορδας, ὅπου ἔμεναν ὑπάλληλοι μέ τά ζῶα, πού καλλιεργούσαν τά χωράφια τοῦ Μοναστηριοῦ. Τό Μηχανικό τῆς Μεραρχίας ξεσκέπασε τούς στάβλους τοῦ Μετοχίου ἀπ’ ὅπου πῆρε τήν ξυλεία, τήν ὁποία χρησιμοποίησε γιά τήν κατασκευή τῆς γέφυρας. Ἔτσι πέρασε τό ποτάμι ὁ στρατός μας καί συνέχισε τήν πορεία του γιά τήν Κοζάνη.
Οἱ ἀπώλειες τοῦ στρατοῦ μας στίς μάχες τοῦ Σαρανταπόρου καί τῶν Λαζαράδων ἦταν: Νεκροί ἀξιωματικοί 18, νεκροί ὁπλῖτες 156, τραυματίες ἀξιωματικοί 30, τραυματίες ὁπλῖτες 965.
Τό ἀπόγευμα τῆς 10ης Ὀκτωβρίου 1912 μπῆκαν στήν πόλη τῶν Σερβίων, κατεβαίνοντας ἀπό τά κάστρα, οἱ πρώτοι Ἕλληνες στρατιῶτες. Δέκα τέσσερις ἱππείς μέ ἐπικεφαλής τόν Ὑπίλαρχο Πέτρο Μάνο. Μπαίνοντας ἀντίκρυσαν ἕνα φρικιαστικό θέαμα. 117 Ἕλληνες κείτονταν νεκροί στούς δρόμους τῆς ἱστορικῆς πόλεως. Ἦταν κάτοικοι τῶν Σερβίων καί τῶν γύρω χωριῶν. Τούς εἶχαν συλλάβει οἱ Τοῦρκοι μέ τήν κήρυξη τοῦ πολέμου καί τούς κρατούσαν ὡς ὁμήρους στίς φυλακές. Μέ τήν ὑποχώρηση τῶν στρατευμάτων τους από τό Σαραντάπορο, οἱ Τοῦρκοι τῶν Σερβίων ἄνοιξαν τίς φυλακές. Ἐνῶ οἱ Ἕλληνες ὅμηροι ἔφευγαν, οἱ Τοῦρκοι πού παραφύλαγαν σέ γωνιές τῶν δρόμων τούς πυροβολούσαν καί τούς σκότωναν.
Ἡ ἐγκληματική αὐτή ἐνέργεια τῶν Τούρκων προκάλεσε τήν ὁργή τῶν Ἑλλήνων κατοίκων τῶν Σερβίων, οἱ ὁποῖοι ἀντεκδικούμενοι ἔβαλαν φωτιά στήν τουρκική συνοικία τῆς πόλεως καί ἔκαψαν πολλά σπίτια.
Τήν λαμπρή νίκη τοῦ στρατοῦ μας στό Σαραντάπορο τραγούδησε ὁ ποιητής Γεώργιος Σουρῆς μέ τούς παρακάτω στίχους:
Βροντοῦν τά ὄρη, τά βουνά,
κάτω στήν Ἐλασσῶνα,
πέρα στό Σαραντάπορο
πέφτουν πολλά κανόνια.
Τά ρίχνουν Ἑλληνόπουλα,
παιδιά ἀνδρειωμένα,
γιά νά ξυπνήσουν ἥρωες
ἀπ’ τό εἰκοσιένα.
Ξύπνα Δεσπότη Γρεβενῶν,
νά ἰδής τήν λευτεριά σου,
νά ἰδής σημαία ἑλληνική,
πού στέκει στά βουνά σου.
Δεν θά ξυπνήσεις ἄραγε,
Δεσπότη ἀνδρειωμένε,
νά ἰδής στά Σέρβια τήν σφαγή,
παπάδες ἁγιασμένοι,
που κείτονται σάν τά τραγιά,
στό αἷμα βουτηγμένοι.
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου