Του Χρίστου Μιλιόνη
Τρία πουλάκια κάθονταν σ’την ράχην σ’το λιμέρι
Ένα τηράει τον Αρμυρόν, κι άλλο κατά τον Βάλτον,
Τό τρίτον, το καλύτερον, μυριολογάει και λέγει :
« Κύριε μου, τι εγίνικεν ο Χρίστος ο Μηλιόνης ;
Ουδέ σ’τον Βάλτον φάνηκεν, ουδέ σ’την Κρυαβρύσιν.
- Μας είπαν, πέρα πέρασε, κι επήγε προς την Άρταν.
Κ΄επήρε σκλάβον τον Κατήν, μαζί με δυό Αγάδες.»
Κι΄ο Μουσελίμης τ΄άκουσε, βαρεά του κακοφάνη.
Τον Μαυρομμάτην έκραξε και τον Μουχτάρ Κλεισούραν.
« Εσείς αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,
Τον Χρίστον να σκοτώσετε, τον καπετάν Μιλιὀνην.
Τούτο προστάζει ο βασιλιάς, και έστειλε φερμάνι. »
Παρασκευή ξημέρωνε ποτέ να μη είχε φέξη !
Κ΄ο Σουλειμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη
Σ΄τον Αρμυρόν τον έφθασε, κι ως φίλοι φιληθήκαν
Ολονυκτίς επίνανε, όσον να ξημερώση
Και όταν έφεξε η αυγή, πέρασαν σ΄τα λιμέρια.
Κ΄ο Σουλειμάνης φώναξε του καπετάν Μιλιόνη
« Χρίστο σε θέλει ο βασιλιάς σε θέλουν κι οι αγάδες.
- Όσον ο Χρίστος ζωντανός, Τουρκους δεν προσκυνέει ».
Με τα τουφέκια έτρεξαν ο ένας προς τον άλλον,
Σάββατο 15 Μαΐου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου